πλαγιοφυλάσσω

πλαγιοφυλάσσω
και πλαγιοφυλάττω και πλαγιοφυλακώ, -έω, Ν
είμαι πλαγιοφύλακας, μετέχω στην πλαγιοφυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλαγιοφυλάσσω < πλάγιος + φυλάσσω, ενώ ο τ. πλαγιοφυλακώ < πλαγιοφύλακας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”